Σε μια σκηνή στο δρόμο κοιμάται ο παραδοσιακός γύφτος και βγάζει τον επιούσιον πουλώντας χαλιά, κουβέρτες, σεντόνια, ρολόγια.
Υπάρχουν, όμως, και χαρτωμένοι γύφτοι, τσιγγάνοι, ρομά, όπως θες να τους πεις. Μιλάμε πολύ χαρτί, από ναρκωτικό και ό,τι άλλο παράνομο φέρνει χρήμα. Γύφτος είναι και κατεβαίνει από μερσεντάρα, κάπου στην Εκάλη και λέει «Έμαθα ότι πουλάς τη βίλα σου, την αγοράζω…, πόσα θές;».
Να σου πω άλλο στόρυ από πρώτο χέρι. Βιοπαλαιστής τσιγγάνος, ταβερνιάρης εμφανίζεται σε μάντρα και ρωτάει τον μαντρατζή: «Αυτή η πόρσε πόσο πάει;». Μόλις πριν λίγα χρόνια, επί μνημονίου ακόμα, όταν οι τιμές στα αμάξια είναι πια στη ξεφτύλα. «Είκοσι χιλιάρικα» του λέει το μαγαζί. Τα βρήκανε στα 18. Στο τραπέζι ο γύφτος ανοίγει μια… βαλίτσα με 550 χιλιάρικα. Μετράει τα δεκαοκτώ και φεύγει κύριος με το σιδερικό.
Ταβέρνα ο δικός σου, αλλά κι ένα κιλό μαύρο πουλάει για πλάκα. Από τα σουβλάκια και τα τζατζήκια δεν βγαίνει τόσο χαρτί.