Παραμονές Χριστουγέννων, συγκεκριμένα στις 22 Δεκεμβρίου πριν από 181 χρόνια, εκεί που κτυπάει η καρδιά της νεώτερης Ελλάδος, στο Ναύπλιο, έδρα του κυβερνήτη Ιωάννου Καποδίστρια, πριν το περήφανο μπρίκι μπει στο λιμάνι. Η κυρία περιεργάζεται με τα έξυπνα και μελαγχολικά της μάτια την εικόνα, σα μέσα σε κάδρο, της μικρής γραφικής θαλασσινής πολιτείας. Από τα νότια πλησιάζει το θαυμαστό σκαρί, και σπάει τα παιχνιδιάρικα κύματα. Ο καπετάνιος του, Μιαούλης στο όνομα, το τρίτο στη σειρά παλληκάρι του ήρωα, ο μικρότερός του γιός, ο Γιάννης είχε σηκώσει την ελληνική παντιέρα, υψηλά στο μεσιανό άρμπουρο και πάνω σ’ ένα χοντρό σανίδι, στη μάσκα του καραβιού ήταν γραμμένο το όνομα του, ΑΡΗΣ. Τούτο το μπρίκι μαϊνάροντας τα πανιά του, όλα φόρτσα, με επιδέξιους ελιγμούς, καθώς δρομούσε προς το λιμάνι, ήταν η ναυαρχίδα του ξακουστού Μιαούλη, πριν από πέντε χρόνια. Ο Άρης διπλάρωσε στο μουράγιο από το αριστερό του μπράτσο κι έριξε σκάλα για να πατήσει η κυρία με τη συνοδεία της στο μπουρδέλο, μια επαρχία του Βυζαντίου για αιώνες και μετά από τετρακόσα χρόνια υπό τον Τούρκο, σήμερα χώρα, ανεξάρτητη στα χαρτιά.
Από Κέρκυρα, σωτήριον έτος 1829, καταφθάνει στην ελεύθερη πια Ελλάδα η γεννημένη στις 2 Απριλίου το 1785, περιβόητη Δούκισσα της Πλακεντίας, το νταραβέρι με την οποία δεν το κλείσαμε και οφείλω σήμερα να την στολίσουμε με δεύτερο σεντόνι. Να μη φανεί ασυνεπής ο αποδυτηριάκιας, ο οποίος είχε υποσχεθεί τη συνέχεια.
Μια παρένθεση πριν ακόμα πούμε τα δικά μας. Πρόσφατα εγκαινιάστηκε η Έκθεση στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο που είναι αφιερωμένη στη Σοφία ντε Μπαρμπουά Λεμπραίν, πιο γνωστή ως Δούκισσα της Πλακεντίας. Το μουσείο, κατά ένα μέρος, στεγάζεται στο μέγαρο της, τη Βίλα Ιλίσια. Σ’ ένα από τα σπίτια της που έκτισε στην Αθήνα η Δούκισσα. Λέμε ότι έκτισε, όμως ποτέ δεν ολοκλήρωσε. Κοντά στα άλλα αυτή η παράξενη γυναίκα ήταν και αλλόκοτα προληπτική, που σημαίνει, στην περίπτωση της, ότι φοβόταν πως θα πεθάνει πολύ πριν της ώρας της αν τυχόν και τελείωνε εντελώς την ανοικοδόμηση ενός από τα σπίτια της. Έκτιζε, λοιπόν, αλλά όλο και άφηνε άκτιστο κάποιο κομμάτι του σπιτιού. Το τι περιλαμβάνει η Έκθεση είναι ρεπορτάζ και αφορά άλλες σελίδες, άλλων δουλειά. Μη ξοδεύουμε λόγια και χώρο που μπορούν να διαβαστούν έξω από το σεντόνι μας.
Πιο χωριό από το Ναύπλιο ήταν τότε η Αθήνα του 19ου αιώνα. Χωριό, όχι ακόμα μπουρδέλο. Μετά και με τους χρόνους βρήκε το δρόμο της η Ελλάδα. Άρχισε να «αναπτύσσεται», να μεγαλώνει χωρίς προγραμματισμό, χωρίς σχεδιασμό. Ό,τι σωστό έγινε ήταν μόνον από τους ξένους. Οι Έλληνες, όσο κι αν έχουν τις δικαιολογίες τους το τελευταίο που σκεπτόντουσαν ήταν τι είναι το σωστό, το ωφέλιμο, το πρέπον. Στα παπάρια τους. Και άντε, αυτά γινόντουσαν αμέσως μετά την απελευθέρωση και για εκατό χρόνια, όμως τίποτα δεν άλλαξε και μέχρι σήμερα. Γιατί; Επειδή έτσι είναι ο Έλληνας. Επειδή είναι αντιστασιακός στο ωραίο. Επειδή δεν θέλει συνειδητά την νοικοκυροσύνη του κράτους. Επειδή βολεύεται με τη μπουρδελοποίηση. Όχι για να γαμάει, αλλά να γαμιέται.
Δεν καταλάβατε. Στο μπουρδέλο πηδάει ο πελάτης. Αυτή που γαμιέται είναι η πουτάνα. Ο Έλληνας, και μιλάμε πολύ σοβαρά, στην πατρίδα του είναι η πουτάνα. Αυτή που γαμιέται. Δικό του είναι το μπουρδέλο. Το σπίτι του, την πατρίδα του, ο Έλληνας τη θέλει μπουρδέλο. Υπάρχουν, βέβαια, και οι Έλληνες που διαφωνούν. Μιλάω γι’ αυτούς που ούτε την τάξη του μπουρδέλου δεν γουστάρουν, διότι βολεύονται περισσότερο μ’ ένα κράτος κωλοχανείο. Πολύ σοβαρά μιλάμε. Και πιάνω την Δούκισσα, αυτή την ελεύθερη φωνή, την ελεύθερη σκέψη, επειδή μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι το πρόσωπο εκείνο, που περισσότερο από κάθε άλλο συνδέει την Ελλάδα της Ανατολής με την Ευρώπη της Δύσης.
Οπωσδήποτε η Δούκισσα, ως γήινο πλάσμα, ως άνθρωπος κι αυτή, είχε τις αδυναμίες της, τις παραξενιές της, και εύκολα την περνούσες για σαλεμένη, όμως έδειξε την προσωπικότητα, την κλάση της και βέβαια την αγάπη της για ό,τι εκπροσωπούσε το παρελθόν της Ελλάδος. Κυρίαρχο πρόσωπο στην κοινωνική ζωή της εποχής στο Ναύπλιο η Σοφία ντε Μπαρμπουά αναπτύσσει τέτοια δραστηριότητα με σκοπό να σηκώσει το ηθικό του λαουτζίκου. Όχι στη φθηνή και μεταχειρισμένη τακτική να σκορπάει δεξιά κι αριστερά λεφτά, να πουλάει φιλανθρωπία, δηλαδή ελεημοσύνη του κώλου. Η παρέμβασή της έχει ποιότητα και περιεχόμενο, επενδύει συγκεκριμένα σε ό,τι αξιόλογο ανθρώπινο υλικό υπήρχε, ορφανά αλλά και πλουσιόπαιδα, σ’ όλους να τους δείχνει το δρόμο για την πνευματική ανάσταση. Αποδυτηριάκιας μιλάει. Είναι άγνωστο το έργο της Δούκισσας, όπως και η ίδια στην Ελλάδα, για το ποια ακριβώς ήταν και τι ακριβώς έκανε. Μέχρι δασκάλες έφερε με έξοδα της από την Ευρώπη, από φημισμένα σχολεία, για να μορφώσουν ελληνοπούλες. Κι αν ρωτήσεις κάποιους τι ξέρεις για την Δούκισσα της Πλακεντίας θα σου πουν το σπίτι της στην Πεντέλη και ότι είχε ερωτευθεί τον απαγωγέα της, τον λήσταρχο Νταβέλη. Παραμύθια.
Ό,τι έκανε η Δούκισσα έφθανε παραποιημένο στον κόσμο, που ψοφούσε να μαθαίνει νέα της. Και εβραία την έβγαλαν επειδή έδωσε λεφτά να ανακατασκευαστεί η συναγωγή της Χαλκίδας.
Η μεγάλη της αδυναμία ήταν η κόρη της. ‘Όταν πέθανε η Ελίζα στα 33 της χρόνια, ταρίχευσε το σώμα και το τοποθέτησε σ’ ένα χώρο στον οποίον κλεινόταν μόνον αυτή όταν ήθελε να επικοινωνήσει με το πνεύμα της κόρης. Ο Ηλίας Κατσάκος Μαυρομιχάλης, της γνωστής μανιάτικης οικογένειας, ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερος της Ελίζας και χήρος με τρία παιδιά. Ο γκόμενος ο Λιάκος, υπασπιστής του βασιλιά Όθωνα κι όταν τον ερωτεύθηκε η Ελίζα, η μάνα επιτόπου έπνιξε τη δική της καψούρα για τον παίδαρο. Η κόρη δεν έμαθε ποτέ ότι και η μητέρα της, η Δούκισσα, είχε βάλει στο μάτι τον άτυχο νέο, ο οποίος πέθανε στο Μόναχο. Το μαύρο μαντάτο, ο πρόωρος θάνατος του Λιάκου, στάθηκε αρκετός να «σκοτώσει» αμέσως την φυματικιά Ελίζα.
Δέκα χρόνια μετά την άφιξή της στο Ναύπλιο η Σοφία αγοράζει το κτήμα στην Πεντέλη, ένα κομμάτι με θέα την Αθήνα, να κτίσει σπίτι και να εγκατασταθεί εκεί με την πεθαμένη κόρη της (φώτο). Ο ηγούμενος της ήπιε το αίμα! Φοβερά πράγματα. Η γη άνηκε στην ιδιοκτησία της Μονής Πεντέλης και ο αρχικαλόγερος μυρίστηκε τα τάληρα να σπαρταράνε κι όλο και ζητούσε περισσότερα για να της πουλήσει τα κατσάβραχα. Ευτυχώς, τα λεφτά της Σοφίας δεν τα έβαλε στην τσέπη του ο παπάς, ούτε τα πήρε μαζί του στους ουρανούς. Ψόφησε αμέσως μετά το νιτερέσο με την Δούκισσα.
Όσο γνωρίζει κανείς την Δούκισσα, την γυναίκα που κυριάρχησε στην καθημερινότητα της Ελλάδος στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, τόσο περισσότερο κοντά έρχεται στον Έλληνα, και στην κοινωνική του ζωή. Αυτό μας ενδιαφέρει, όχι η Δούκισσα με μια προσωπική ζωή σκέτο κινηματογραφικό σενάριο, με απελπισμένους έρωτες και σκανδαλώδη γεγονότα.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟ 2011
Διαβαστε ακομα: