ΓΙΑΤΙ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΚΗΔΕΙΑΣ ΚΙ ΟΧΙ ΣΤΕΦΑΝΙΑ ΣΕ ΝΕΚΡΟΥΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΕΣ

Published on

από τον στήβεν αβραμίδη 
Προχθές, έχασα έ­ναν αγαπημένο άνθρωπο. Τον συ­νεταίρο μου. Τον αρχο­ντάνθρωπο από το Φισκάρδο. Τον τίμιο, δίκαια σκληρό, εραστή της δου­λειάς μας. Από το 1996, με τιμούσε με τον συνε­ταιρισμό που κάναμε. Ή­ταν η πλάτη μου, για απο­φάσεις ουσίας, καίριες για την αντιμετώπιση κρί­σεων, που άλλοι θα είχαν παραιτηθεί. Τολμώ να πω, ότι έχασα τον εμπορι­κό μου πατέρα, τον άν­θρωπο που με έκανε manager οικονομικού και ανθρώπινου δυναμικού. Αυτόν, που μου έμαθε τι σημαίνει ανθρωπιά μέσα στην επαγγελματική ζούγκλα.
Ήταν μόλις 66 χρονών, ο ερωτευμένος με τη φύση, ο συναισθηματικός ερασι­τέχνης τραγουδιστής, ο γαλλομαθής φαρμακο­ποιός, ο μακριά από την τεχνολογία αδερφός μου, που κράτησε τη μόνιμη έ­κρηξη μου σε περιθώρια χειμαρρώδους αρδευτισμού, κι όχι ήρεμου, αντιαναπτυξιακού δρόμου, συμ­βιβασμένου ελληνικού ερ­γατοπατερισμού, και λοι­πών μπουρδών.
Το τέλος, ήταν πραγμα­τικά λυτρωτικό γι αυτόν. Δεν ήταν μόνο οι καθολι­κοί καρκίνοι, και το οδυνη­ρό ΧΑΠ. Ήταν το καθημε­ρινό ξύπνημα μέσα στο νο­σοκομείο, καλωδιωμένoς με τα χιλιάδες σωληνάκια της παρηγοριάς, με πλή­ρως σώας τας φρένας, για το τέλος. Την απόλυτη συνειδοτοποίηση του μά­ταιου, όμως τη συνεχή με­ταφορά ελπίδας προς τους διπλανούς του. Ήταν πολύ σκληρή η στιγμή, ό­ταν με χαιρέτησε οριστικά, πριν από 45 ημέρες.
Αυτό το τέλος του, ό­μως δεν ήταν αρκετό, ού­τε αναγκαίο και ικανό, να συνετίσει ανθρώπους. Να μην μαθαίνουν από τη σιω­πηλή ποιότητα, παρά μόνο από την ηχηρή ποσότητα. Ειδικά τη στιγμή της κηδεί­ας, το δυνατό χάχανο, το ψεύτικο κλάμα, τα επική­δεια δοκίμια και τα δημοσιοσχετίστικα «ζωή σε μας» ήταν τουλάχιστον ε­μετικά. Κανείς δεν τα θέ­λει, όμως όλοι τα λούζο­νται. Δύο χρόνια τον θάβα­νε οι επαίτες για συνεργα­σία και ξαφνικά όλοι που­λάγανε γλύψιμο, για να ε­πηρεάσουν τους επόμε­νους.
Θυμάμαι το μουσείο του Λούβρου. Με το ζόρι με εί­χε πάει η γυναίκα μου, πριν κάμποσα χρόνια. Τα μισώ τα μουσεία. Πιστεύω ότι είναι εκθετήρια θανά­του. Εν πάσει περιπτώσει. Το οργανωμένο τουριστι­κό γκρουπ σταμάτησε μπροστά σ’ ένα τεράστιο πίνακα. Το θέμα του ήταν μια σχεδία με κάτι ναυα­γούς. Σύννεφα, θάλασσες, πουλιά υπήρχαν τριγύρω σαν γαρνιτούρα. Θαύμασα την αντοχή του ζωγράφου να ζωγραφίσει τόσο μεγά­λο ταμπλώ. Αν ήταν λαμογισμένος με τόν τότε γραμματέα, του τότε υ­πουργείου πολιτισμού, του τότε κράτους, θα έπαιρνε τα ίδια, αν είχε φτιάξει το ίδιο, στις μισές διαστά­σεις. Το είδα, έφευγα. Τι να κάτσω να κάνω; Ν’ α­κούσω το συνεχές σιντρι­βάνι κοπλιμέντων για τον καλλιτέχνη; Σαν ετεροχρονισμένος επικήδειος μου ακουγόταν.
Κι ενώ απομακρυνό­μουν, ακούω ότι ο ρυθμός του έργου είναι ρομαντι­κός. Όλα τα μέλη του γκρουπ ξέρανε και γνέφανε. Τι ξέρανε; Την τύφλα τους. Ξέρανε ότι ρομαντι­κό είναι το φεγγάρι με μια γκόμενα από κάτω, που τραγουδάει κάποιο χαμέ­νο έρωτα. Φοβερό αυτό. Πάντα να χάνεται κάτι, ό­ταν δουλεύει το παρασυ­μπαθητικό σύστημα. Ποτέ με τον ήλιο και το κανονικό νευρικό σύστημα. Και ρω­τάω την ξεναγό, τι είναι ο ρομαντικός ρυθμός. Ξέρει κανένας δίπλα μου, ή απλά τέτοια ώρα της ημέρας παίζουν το πάνω κεφάλι τους;
Και ο μόνος απορών, μαθαίνει, μέσω των λέξε­ων της ξεναγού. Ο ρομα­ντικός ρυθμός έχει τρία ε­πίπεδα, είτε κάθετα είτε ο­ριζόντια. Στο πρώτο επίπε­δο έχουμε το τέλος και την έλλειψη ελπίδας. Στο δεύ­τερο επίπεδο, έχουμε την μετέωρη ανισορροπία. Μπορεί να πεθάνω ,όμως μπορεί και να σωθώ. Η ελ­πίδα εμφανίζεται έστω και αμυδρά. Στο τρίτο επίπεδο είναι η σωτηρία, η δραπέ­τευση και η χαρά. Δεν κοι­τάω πίσω. Ξέφυγα, τε­λείωσα, δεν κοιτάω πί­σω. Ολο το γκρουπ το ήξε­ρε! Ακόμα ψάχνω τον ρυθ­μό του γκρουπ.
Το ρομαντικό ρυθμό, τον ξανασυνάντησα στην κηδεία του συνεταίρου μου. Μπροστά στο φέρε­τρο, ειλικρινής χαμός, θλί­ψη, καταχνιά και οδύνη. Λί­γο παρά έξω από την εκ­κλησία, το δεύτερο επίπε­δο. Και ναι και όχι. Κι αν με δουν; Κι αν δεν έχω σταυ­ρωμένα τα χέρια και σου­φρωμένα τα χείλη και τα μάτια χαμηλά, όπως προ­στάζει η κοινωνική πραγματικότης της κηδείας, τι θα πουν; Καλύτερο το τρί­το επίπεδο.
Άλλοι εδώ. Οι σωθέντες, οι αδιάφοροι, οι άσχετοι με την κηδεία. Γιατί άραγε ήρθαν; Αυτοί έχουν άλλη κηδεία. Του ελεύθερου χρόνου τους, που είναι τόσο ελεύθερος, όσο ο πολιτικός που δεν θα παραστεί στη συγκέντρωση της νεολαίας του κόμμα­τος του. Με το τσιγάρο και το άγχος της αγωνιστικής που έρχεται, ή οικονομικά αύριο, ή ποδοσφαιρικά την Κυριακή. Οι σταρχίδια μας που κοιτούν το πρώτο επίπεδο σαν ούφο.
Βγαίνεις από το Λούβρο και πού πας; Στο μαγαζί του εμπορίου. Μπλουζάκια, γκατζετάκια και ψεύτι­κες Τζοκόντες. Βγαίνεις α­πό το νεκροταφείο, που έ­χεις χάσει δικό σου άν­θρωπο, και παίρνεις δωρε­άν κονιάκ και καφέδες με τη λάσπη του νεκροταφεί­ου. Και συλλυπητήρια και ψέμματα. Καλός ο νεκρός, αλλά μακριά από μας.
Κι όταν πέταξα το τρια­ντάφυλλο, κι όταν έβαλα το χώμα πάνω στον συνεταίρο μου, αισθάνθηκα αλλιώς γαμώτο. Δεν ήμουν σε παράτα. Δεν θέλω τα τρία επίπεδα του ρομα­ντισμού. Το ρεαλισμό θέ­λω. Και ξέρω, ότι όλα αυτά τα λουλούδια, το βράδυ θα πάνε στα μπουζουκτζίδικα. Στους νεκρούς τρα­γουδιστές, θα πετάνε οι ζωντανοί πελάτες, νεκρά λουλούδια για τα νεκρά τραγούδια. Ο μαλάκας πε­λάτης πληρώνει το λου­λούδι διπλά. Το πρωί ήταν στην κηδεία και το πλήρω­σε για στεφάνι. Το βράδυ το πληρώνει για καλάθι.
Ο μόνος που δεν κατα­λαβαίνει είναι ο νεκρός. Ο οριζόντια ξαπλωμένος συνέταιρος μου, ή ο κάθε στημένος τραγουδιστής τους. Ο λειτουργών με λουλούδια του τάφου κάποιου άλλου, και ο ενταφιάζων το ελληνικό τρα­γούδι. Μόνο γι’ αυτό δέχο­μαι τα στεφάνια της κηδεί­ας να πέφτουν πάνω στο πρόσωπο του τραγουδι­στή. Κάνω ανακύκλωση. Κρίμα πού τα τρώνε λουλούδι- λουλούδι, και δεν τα τρώνε κατακούτελα, στε­φάνι- στεφάνι.
Ήταν μεγάλος άνθρω­πος ο συνεταίρος μου. Το λέω εγώ, που δεν λυπάμαι εύκολα. Ούτε υπολογίζω τα χρόνια τα προηγούμε­να. Τα έχω ίδια με τα επό­μενα. Ίδια χαμένα δηλαδή. Με κηδείες ρομαντικού ρυθμού, με επικήδειους εθνικοφροσύνης, και ψευ­δαισθήσεις ότι σε περιβάλλουν άνθρωποί πού τουλάχιστον το τέλος ή τη στεναχώρια των διπλανών θα έπρεπε να σέβονται και να τη τιμούν με την α­πουσία τους. Σάκη, πρώτη φορά σε λέω έτσι, θα μου λείψεις! Καλό ταξίδι.
Το κείμενο του Στήβεν δημοσιεύτηκε στον ”ΦΙΛΑΘΛΟ” στις 19 Ιανουαρίου 2008
Διαβαστε ακομα:

Latest articles

ΤΟ ΔΟΛΟ ΤΟ ΛΕΝΕ ΚΑΙ… ”ΛΑΘΟΣ”

Η Ελλάδα, λέει, είναι χώρα ευρωπαϊκή. Εδώ και 45 χρόνια κράτος - μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας. Και η Κηφισιά έγινε ομάδα...

Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΕΛΙΣΣΑΝΙΔΗ ΜΕ ΑΕΚ

Ποιος τίγρης; Ο κόσμος πλέον το χώνεψε. Ο παλιός Μελισσανίδης δεν υπάρχει. Ανήκει οριστικά στο παρελθόν. Ο του ποδοσφαίρου...

ΤΟ ΘΕΛΕΙ ΤΟ ΚΕΡΑΤΟ Ο ΛΑΟΣ

Ο άνδρας απατά την γυναίκα του. Και η γυναίκα του τον απατά, όμως. Συμβαίνει. Όλα συμβαίνουν, κύριε. Όλα όσα μπορείς να φανταστείς...

ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΞΕΦΤΥΛΙΣΜΕΝΟΙ

Απίθανο να βρεθούν αντίπαλες δυο ομάδες που διεκδικούν το πρωτάθλημα ή κύπελλο και να μη ξεφτυλιστεί το ποδόσφαιρο. Πιο...

More like this

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΕΞΥ ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΑ 70

Sold out στις συναυλίες της περιβόητης Sher, και μετά τα 75 της. Κι εγώ να ήμουν στο Λας Βέγκας θα πήγαινα να δω το show της...

ΜΙΑ ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΥΛΑΚΗΣ

Ο Παπαχρόνης, ο δράκος, είναι παιδί του Θεού. Όπως στο λέω. Και όπως το διαβάζεις. Κι εγώ αυτό που σου γράφω δεν είναι...

ΣΕ ΜΠΟΥΡΔΕΛΟ ΤΟ ΣΟΚ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ

Φίλος στήνει σκετς για επιθεώρηση του προσεχούς καλοκαιριού σε αθηναϊκό θέατρο. Έλληνας πολίτης βρίσκεται σε κώμα και...